Το Φεστιβάλ Αθηνών φθάνει στο τέλος του με μια ενδιαφέρουσα και καλοσκηνοθετημένη παράσταση. Το έργο «Ορκισμένη Παρθένα» της Ελβίρα Ντόνες συγκλονίζει με την αγριότητα και τη βιαιότητα των ορεσίβιων Αλβανών στην περιοχή της Σκόδρας.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Η Χάνα Ντόντα, μια νεαρή γυναίκα που ορφάνεψε στα δέκα της, ανατρέφεται από την οικογένεια του θείου της που έχει μια συνομήλική της κόρη. Όταν εκείνη φεύγει κρυφά στην Ιταλία ακολουθώντας κάποιον άντρα με τον οποίο παντρεύεται, η Χάνα γίνεται στήριγμα των ηλικιωμένων γονιών της.

Πνεύμα ανήσυχο και αντιδραστικό στον συντηρισμό και τον πουριτανισμό των συγχωριανών της, που θεωρούν την γυναίκα «ένα σακί που αντέχει» χωρίς κανένα δικαίωμα στη ζωή, προσπαθεί να ξεφύγει από αυτήν την καταδίκη.

Ο έρωτάς της για τον γιατρό τής περιοχής που είναι σταμπαρισμένος από το κομουνιστικό καθεστώς του Χότζα και επομένως δίχως μέλλον, ο βιασμός της και ο ετοιμοθάνατος θείος της που ανησυχεί για την ασφάλειά της, την αναγκάζουν να γίνει Ορκισμένη Παρθένα.

Ακολουθώντας τους εθιμικούς νόμους του Κανούν, που υφίστανται από αιώνες έως και σήμερα στα δύσβατα βουνά του βορά της χώρας, αποφασίζει να δώσει όρκο παρθενίας. Έτσι κουρεμένη, ντυμένη σαν άντρας και υποχρεωμένη να ζει ερωτικά ως ασκητής ως το τέλος της ζωής της, κερδίζει ίσα προνόμια με τους άντρες.

Μπορεί ισότιμα να περπατά σαν άντρας στη γη με το όνομα Μαρκ, έχοντας το όπλο στη πλάτη και την ρακή στη τσέπη. Κάποια στιγμή η Χάνα /Μαρκ θα ταξιδέψει στην Ιταλία για να συναντήσει την οικογένεια της αγαπημένης της ξαδέλφης. Η προοδευτική Δύση, τα νέα ήθη των συγγενών και ένα βαλκανιολόγος θα την φέρουν αντιμέτωπη με τη γυναικεία φύση της και τον όρκο παρθενίας.

Ο Ένκε Φεζολλάρι σκηνοθετεί ένα έργο που μιλά στο αίμα και στην καταγωγή του. Είναι γνωστή εξάλλου η αγάπη του για κάθε παραδοσιακό που ενσωματώνει – δοθείσης ευκαιρίας – στη δουλειά του.

Το έργο βασισμένο σε μια «εξωπραγματική» αλβανική παράδοση σοκάρει με την βαρβαρότητα, την αγριότητα της αντρικής εξουσίας που ανταγωνίζεται σε σκληρότητα τα πέτρινα τοπία. Η άγονη ζωή της Χάνα ακολουθεί μια διαδρομή προσωπική από το φιλόξενο σπίτι των θείων της στο βουνό ως Μαρκ, που καθώς την ανακαλύπτουμε -μυστηριώδη και περίεργη- διασταυρώνεται με τους κανόνες τιμής και την ηθογραφία που ορίζουν τη μοίρα των γυναικών.

Ζωή άγρια που θέλει τη γυναίκα αντικείμενο ασήμαντο, εμπόρευμα προς πώληση και καταδικασμένη να παντρευτεί όποιον της ορίσουν. Προίκα της ένα φυσίγγι ραμμένο στο πέπλο της από τον πατέρα της, που θα σώσει την τιμή του αν εκείνη σηκώσει λίγο το κεφάλι. Από αυτό το απάνθρωπο πεπρωμένο επιθυμώντας να γλυτώσει η Χάνα Ντόντα δίνει τον όρκο που θα την ξεκόψει προσωρινά από τη γυναικεία της φύση, πριν γνωρίσει καλά – καλά το σώμα της και την ερωτική πράξη. Έτσι ορκίζεται να μην έχει ποτέ της σεξουαλικές σχέσεις, μια συμβιβαστική λύση για όσο διάστημα εκείνη το αποφασίσει.

Έτσι η Χάνα στερεί το σώμα της στον άντρα, τον εκδικείται και το φυλά για την ίδια. Αρνιέται εξωτερικά τη φύση της για να επιβιώσει κόντρα στην ανδροκρατία, αλλά δεν την απαρνιέται. Θα επανενωθεί μαζί της όταν εκπληρωθεί ο χρόνος, γιατί η φύση μέσα της δεν πολεμιέται. Είναι μια εγκεφαλική ελεγχόμενη υπόθεση, που εκτονώνεται με την αυτοϊκανοποίηση. Μαθαίνει να τιθασεύει , να κυριαρχεί το σώμα της που δεν γνώρισε τον έρωτα, με τη δύναμη της γυναίκας που ελέγχει συνειδητά ό,τι της συμβαίνει.

Με μια βεβαιότητα εξόδου από την αυτοεξορία της θηλυκιά της φύσης, γι’ αυτό η τόλμη και η φυγή της από τους αρσενικούς λυκανθρώπους, γι’ αυτό και το σπάσιμο του όρκου, η επιορκία της. Γι’ αυτό κάνει την ηρωική της έξοδο στον κόσμο, το ταξίδι της στη Δύση δεν είναι παρά η επιστροφή, ένας εσωτερικός επαναπροσδιορισμός και επαναπατρισμός φύλου. Όλες αυτές βέβαια οι επανεντάξεις στον ακατάλυτο πόθο, κάνουν τη Χάνα να πονά, να αγωνιά. Η θέλησή της για το μέλλον που την αποδεσμεύει από τον όρκο της, οι ενορμησιακές ανάγκες της και η δυσκολία να τις εναρμονίσει με το σώμα της που χάνει την εικόνα του, έχουν το αντίτιμό τους. Το αίσθημα ταυτότητας θα δοκιμασθεί ξανά με τη βία.

Η Παρθενόπη Μπουζούρη έχτισε την προσωπικότητά τής Χάνα-Μαρκ με υποκριτικά υλικά συμπαγή όπως ο τσιμεντόλιθος και ψυχολογικές μεταπτώσεις εύθραυστες, όπως η ελαφρόπετρα. Αυτό που εγώ προσωπικά δεν εισέπραξα είναι ο πόνος, ο βαθύς εσωτερικός πόνος από το απροσδιόριστο βιολογικό φύλο που διαμορφώνει και τον ψυχισμό.

Η ‘Αντζελα Μπρούσκου απωθητική ερμηνευτικά ως εκπρόσωπος του κόμματος και ανθρώπινη ως μάνα και αφηγήτρια.
Πολύ καλός ο Στάθης Σταμουλακάτος στους χαρακτήρες που υποδύεται καθώς και των άλλων ηθοποιών που ολοκληρώνουν την παράσταση,

Το σκηνικό έχει την ψυχρότητα των πετρωδών τοπίων της Αλβανίας. Γκρίζοι τσιμεντόλιθοι, τσίγκινες σκάφες και ποτίστρες, παραδοσιακές φορεσιές και στιγμιότυπα γιορτών σχημάτισαν την σύγχρονη εικόνα του βορά, όπου οι ορκισμένες παρθένες -σε 130 τις υπολογίζουν σήμερα – πορεύονται την δραματική ζωή τους.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου
Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
Διασκευή – Θεατρική απόδοση: Μαρία Σκαφτούρα, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη
Δραματουργική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Γιάνναρος
Σκηνικά – Κοστούμια: Δάφνη Κολυβά, Εβελίνα Δαρζέντα
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Αποστόλης Κόκκαλης
Τύπος & Επικοινωνία: Μαρία Κωνσταντοπούλου
Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου

Σχεδιασμός Παραγωγής: Κωνσταντίνος Σακκάς
Συντονισμός Παραγωγής: Μαρία Βασαριώτου
Τεχνική Διεύθυνση/Εκτέλεση Παραγωγής: Βάσια Χριστοδούλου
Οργάνωση – Εκτέλεση Παραγωγής: Delta Pi

Παίζουν: Παρθενόπη Μπουζούρη, Άντζελα Μπρούσκου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Μαρία Σκαφτούρα, Στάθης Σταμουλακάτος, Αντώνης Φραγκάκης, Γιώργος Παπαπαύλου.