Ο Ζερόμ Μπελ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο ευφυής και ανατρεπτικός Γάλλος δημιουργός, συνοψίζει με το έργο του εκείνο το είδος του καλλιτέχνη που συνεχώς διευρύνει τα «όρια» της σκηνής, παίζοντας με τις προσδοκίες και τις προσλαμβάνουσες των θεατών.

Το «κακό παιδί» της γαλλικής χορευτικής σκηνής έρχεται για δύο μέρες (9-10/1) στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για να παρουσιάσει το νέο του έργο «Gala». Μια παράσταση-ωδή στη διαφορετικότητα με πρωταγωνιστές ανθρώπους της διπλανής πόρτας, της πόλης μας, που καταθέτουν επί σκηνής εαυτούς, θέτοντας και πάλι το ερώτημα: Τι είναι χορός;

Για τον Μπελ, η σκηνή αποτελεί ένα εργαστήρι πειραματισμών: Άλλοτε ως δυνάμει χώρος κριτικής της σύγχρονης ζωής, και άλλοτε πάλι ως αμφίσημο κατώφλι που στόχο έχει να προβληματίζει και όχι να επιβεβαιώνει τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Σε κάθε περίπτωση, οι παραστάσεις του Μπελ αποτελούν γεγονότα, λόγω της σχέσης που εγκαθιδρύει ανάμεσα στους «ερμηνευτές» και το κοινό, αλλά και επειδή τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται δεν οριοθετούνται απλώς στη θεατρική σκηνή, μα διαχέονται στην καθημερινή ζωή, χειραφετούν το βλέμμα και αφυπνίζουν τον θεατή.

Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο Μπελ επιμένει στον παιγνιώδη και διαλεκτικό χαρακτήρα της τέχνης. Στη νέα αυτή παραγωγή, χρησιμοποιεί την πιο κοινότοπη θεατρική φόρμα, το γκαλά, για να αναδείξει ό,τι λιγότερο κοινότοπο: Έναν χορό ιδιοσυγκρασιακό, «κοινωνικό», απαλλαγμένο από στερεότυπα και κανόνες έκφρασης. Συγκεντρώνει ανθρώπους κάθε ηλικίας, τάξης και κινητικής «ιδιαιτερότητας», μετατρέποντας τη σκηνή σε κάδρο της κοινωνικής πραγματικότητας. Καθένας από εμάς μπορεί να συμμετέχει, ως δυνητικός ερμηνευτής της ίδιας της ταυτότητάς του, αλλά και των συμβάσεων που την κατασκευάζουν. Εδώ, το θέατρο προβάλλει ως ιδανική κοινότητα, κατεξοχήν χώρος της ετερότητας και υπεράσπισης της διαφορετικότητας.

Παίζοντας με τα δομικά υλικά της χορογραφίας, ο Μπελ επιχειρεί να επαληθεύσει την (τετριμμένη πλέον) παραδοχή ότι οποιαδήποτε ερμηνεία ενός καλλιτεχνικού έργου είναι εν πολλοίς αυθαίρετη και εναπόκειται στην «αναγνωστική» δεινότητα του θεατή, δηλαδή στην ικανότητά του να αναδιατάσσει το ήδη υπάρχον υλικό σύμφωνα με τις εμπειρίες του ή τις προσλαμβάνουσες της κοινωνίας. Επομένως, αφού υπάρχουν τόσες ερμηνείες όσοι και οι θεατές, το ενδιαφέρον μας μετατοπίζεται από αυτό που θέλει να πει ο δημιουργός (ένα «κλειστό», αμετακίνητο νόημα), σε αυτό που θέλει να πει το έργο (ένα ανοιχτό πεδίο συνειρμών) στη δεδομένη χρονική και κοινωνική συγκυρία.

Αφορμή για το έργο «Gala» αποτέλεσαν κάποια σεμινάρια με ερασιτέχνες από την ευρύτερη περιοχή του Seine Saint-Denis. Ο Μπελ αναζητούσε μια ευέλικτη θεατρική φόρμα, η οποία θα ήταν προσβάσιμη σε ανθρώπους χωρίς χορευτική παιδεία και από την οποία θα προέκυπτε ένα πολυποίκιλο κινητικό υλικό. Σκοπός του ήταν η κατάθεση των ανθρώπων αυτών να είναι όσο το δυνατόν πιο αυθεντική, ανεπηρέαστη από προϋπάρχοντες κώδικες και στιλ.