Μια συγκινητική ιστορία ενηλικίωσης, με ήρωα έναν ονειροπόλο νέο που μεγαλώνει με φόντο την ταραχώδη Ελλάδα του ’60 μέχρι και τις αρχές του ’80, με εφόδια την ιστορία και τους μύθους μιας ολόκληρης χώρας είναι ο «Νοτιάς», η νέα ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, που επιστρέφει 12 χρόνια μετά την τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία της «Πολίτικης Κουζίνας».

Ο σκηνοθέτης έπρεπε για χρόνια να διαχειριστεί όλη αυτή την υπέρμετρη προσδοκία της «επόμενης ταινίας». «Η αποδοχή της Πολίτικης Κουζίνας συνέβαλε στο να καθυστερήσω να καταπιαστώ με κάτι νέο. Μόλις τελείωσε η ταινία, στράφηκα λίγο στον εαυτό μου για να κατανοήσω τι μου είχε συμβεί. Ήταν καλοδεχούμενη όλη αυτή η επιτυχία αλλά ήταν και επικίνδυνη και δύσκολη να τη διαχειριστώ. Περίμενα λοιπόν να καταλαγιάσει όλο αυτό, για να ξεκινήσω να γράφω την καινούρια μου ιστορία. Στο ενδιάμεσο «έμπλεξα» (με την καλή έννοια) με την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και εκεί αφιέρωσα όλη μου την ενέργεια για να στηθεί θεσμός» αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Τάσος Μπουλμέτης.

Τον «Νοτιά», που βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου, τον δούλευε 5 χρόνια. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός επινοητικού μυαλού καθώς αναζητά την ταυτότητα του μέσα από τη φαντασία, τους μύθους και την τέχνη. Από τη μέρα που εμφανίζονται στον Σταύρο οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες, φουντώνει και η επιθυμία του να λέει ιστορίες με ένα δικό του, ανατρεπτικό, τρόπο. Οι ταραχώδεις, αλλά και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα, δεκαετίες του ’60,’70 και ’80 πυροδοτούν την φαντασία του ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες. Όταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες, και θα ανακαλύψει τον εαυτό του.

«Ο τρόπος που εγώ γράφω σενάρια παίρνει χρόνο» εξηγεί ο σκηνοθέτης που περίμενε να ωριμάσει μέσα του η ιδέα του «Νοτιά» τονίζοντας ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας βασίζεται σε αυτοβιογραφικά περιστατικά. Ο πατέρας του ήρωα, είναι έμπορος δερμάτινων ειδών, όπως ο πατέρας του σκηνοθέτη ο οποίος είχε κατάστημα στη Σωκράτους δίπλα στην «Καθημερινή». «Όλα βέβαια είναι βιωματικά, έχουν να κάνουν με το πως εγώ μεγάλωσα και έζησα τη δεκαετία του ’70 και πως βίωσα αυτή την αλλαγή που έγινε στη μεταπολίτευση μέσα από το πρίσμα μιας ομάδας καλλιτεχνίζοντων νέων φοιτητών εκείνης της εποχής. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου ο “Νοτιάς”. Αν και δεν έχει άμεση σχέση με την “Πολίτικη Κουζίνα”, για μένα είναι κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια της. Και εδώ συναντάμε την ίδια πυρηνική οικογένεια της “Πολίτικης Κουζίνας”. Μια οικογένεια μεσοαστών που προσπαθεί να εδραιώσει μία ταυτότητα και μια οντότητα στην τυρβώδη εποχή του ’60 και του ’70 στην Ελλάδα» σημειώνει και προσθέτει: «Με εκφράζει αυτό που λέει ο ήρωας στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ότι “είναι ωραίο κάποια πράγματα να αλλάζουν αρκεί κάποια άλλα να λέγονται όπως ακριβώς ακούστηκαν”».

Ο τίτλος της ταινίας, είναι μία μεταφορά που έχει να κάνει και με τον καιρό αλλά και με τον προορισμό. «Όλοι οι ήρωες της ταινίας συνδέονται κατά κάποιο τρόπο είτε με τον καιρό το «Νοτιά» είτε εκφράζουν μία επιθυμία ή έχουν μία νοσταλγία για κάτι το οποίο τους συνέβη ή θέλουν να τους συμβεί στο Νότο. Βασική θεματική της ταινίας είναι η απώλεια όπως την αφηγούμαι μέσω της μελαγχολίας των ηρώων. Η διαχείριση της απώλειας άλλωστε είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο είναι μια διαχρονική θεματική των ταινιών μου. Ίσως γιατί η βασική απώλεια που έχει επηρεάσει εμένα και τελικά λειτουργεί ως ζωογόνος δημιουργική δύναμη είναι το πως έχασα με βίαιο τρόπο την Πόλη που γεννήθηκα, την Πόλη στην οποία γεύτηκα για πρώτη φορά τη μητρική τροφή. Αυτή η απώλεια, αυτός ο βίαιος αποχωρισμός ήταν τραυματογόνος και δημιούργησε τον πυρήνα μιας αφηγηματικής ανάγκης που εξελίχθηκε στις ταινίες που κάνω» σημειώνει.

Στο «Νοτιά» συναντάμε το αναγνωρίσιμο στυλ του Μπουλμέτη: γλυκόπικρο χιούμορ, νοσταλγία και μπόλικο συναίσθημα. Για τις ανάγκες της ταινίας, ο σκηνογράφος και η ομάδα του αναβίωσαν τη «Στοά Χόλιγουντ», όπως αποκαλούσαν κάποτε το «Μέγαρο της Έβδομης Τέχνης» (στην οδό Ακαδημίας), όπου για πολλές δεκαετίες στεγάζονταν σχεδόν όλες οι ελληνικές εταιρείες παραγωγής ταινιών. Εκεί η ομάδα της παραγωγής έκανε επεμβάσεις σε μαγαζιά που ήταν κλειστά και εγκαταλελειμμένα για χρόνια, αλλά και στην ίδια τη στοά που ήταν γεμάτη μουτζούρες και συνθήματα. «Η νοσταλγία δεν είναι αυτοσκοπός . Σκέτη είναι ντεκόρ, ρούχα και ίσως λίγο φωτισμός. Στην ουσία είναι ένας αφηγηματικός μηχανισμός τον οποίο χρησιμοποιείς για να πεις ιστορίες για να αναδείξεις θεματικές και ηθικές αξίες. Μπορεί να λειτουργήσει ως όχημα για τον καθένα ν’ αξιοποιήσει το τραυματικό του παρελθόν για να στήσει ένα καλύτερο παρόν και ένα ακόμη καλύτερο μέλλον».

Η ταινία παρόλο που διαδραματίζεται δεκαετίες πίσω συνδέεται και με το σήμερα. «Η πολιτική ήταν στο προσκήνιο τότε όπως και τώρα. Αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα είναι ότι κλείνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης. Η κρίση που βιώνουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα στην ουσία είναι ένα πέρασμα σε κάτι άλλο καινούριο το οποίο δεν ξέρουμε ακόμη αν θα είναι χειρότερο ή καλύτερο. Αλλά κλείνει όντως μία εποχή η οποία ξεκίνησε το 1974 , όπου δόθηκαν υποσχέσεις και οράματα και αφηγήσεις, ο κόσμος είχε μία αισιοδοξία, το κάθε κόμμα από την πλευρά του έδωσε μια υπόσχεση ευμάρειας στον Έλληνα πολίτη και όλη αυτή την υπόσχεση ανέλαβε να την εκτελέσει καταρχήν το ΠΑΣΟΚ. Και σήμερα βιώνουμε μία κρίση την οποία κατά τη γνώμη μου προκάλεσε το ίδιο το πολιτικό σύστημα και όσοι το στηρίξαμε βεβαίως. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην αποκαθήλωση των ηθικών αξιών και των οραμάτων τα οποία ενέπνευσαν εκείνη την εποχή» επισημαίνει ο σκηνοθέτης.

Στην ταινία ακούγεται ότι ο «λαός έχει ανάγκη πάντα από νέους μύθους και νέους ήρωες». Σε μία εποχή που στερείται ηρώων εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η ανάγκη; «Η ανάγκη αυτή υπάρχει πάντα. Η ανάγκη του να πλάθεις μύθους και να κατασκευάζεις ήρωες ήταν αίτημα και ίδιον κάθε πρωτόγονης κοινωνίας και επειδή αυτή τη στιγμή ξαναγινόμαστε πρωτόγονοι και αυτό ενδεχομένως να είναι και καλό νομίζω ότι έχουμε ανάγκη από καινούριους μύθους οι οποίοι θα είναι πιο υγιείς διαχρονικά, πιο στέρεοι και όχι επίπλαστοι όσο ήταν οι παλιοί που στήσαμε εκείνη την εποχή».

Ο πρωταγωνιστής της ταινίας κάθε φόρα που νιώθει προδομένος και χάνει αυτή που αγαπά μπερδεύει τους καλούς με τους κακούς, τη μυθολογία με αυτά που συμβαίνουν γύρω του και πιστεύει ότι καμία φορά οι ήρωες πρέπει να συμφιλιώνονται με τους εχθρούς τους. «Σήμερα ποιος είναι ο εχθρός με τον οποίο πρέπει να συμφιλιωθούμε;» ρωτάμε τον Τάσο Μπουλμέτη. «Ο ίδιος μας ο εαυτός. Πρέπει να γίνει μία διεργασία αυτογνωσίας, π ρέπει να μιλήσουμε ειλικρινά , να απαλλαγούμε από τις αγκυλώσεις που έχουμε του βολέματος και της επίπλαστης ευμάρειας την οποία αναζητούμε και η οποία μας οδήγησε στον εκμαυλισμό, στην αναλγησία, στην αναισθητοποίηση των ψυχικών μας νευρώνων και σε αυτή την κατάσταση διάλυσης. Πρέπει σιγά σιγά ν’ αρχίσει το αίμα να κυκλοφορεί πάλι μέσα στις αρτηρίες τις δημιουργικές, τις ψυχικές, τις ηθικές τις κοινωνικές με έναν τρόπο πιο υγιή για να πάρουμε μπρος και να μπορούμε να καταναλώσουμε οξυγόνο» απαντά.

Το ανθρωποκεντρικό σενάριο της ταινίας, που υπογράφει και πάλι ο σκηνοθέτης, αναδεικνύεται μέσα από τις ερμηνείες των Γιάννη Νιάρρου, Θέμη Πάνου, Μαρίας Καλλιμάνη, Ταξιάρχη Χάνου, Μελισσάνθης Μάχουτ, Xαράς Μάτα Γιαννάτου, ενώ εμφανίζεται η Ζωζώ Σαπουντζάκη σε ρόλο έκπληξη. Τη συναισθηματικά φορτισμένη και νοσταλγική ιστορία συνοδεύει η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.